νόσφι(ν)

νόσφι(ν)
νόσφι(ν)
Grammatical information: adv. a. prep.
Meaning: `aside, far (from), without' (ep. Il.; on the use Schwyzer-Debrunner 540).
Derivatives: νοσφίδιος `situated aside, secretly' (Hes. Fr. 187; Chantraine Form. 39, Schwyzer 467), νοσφιδόν adv. `secretly' (Eust.); νοσφίζομαι (Β 81 = Ω 222), νοσφίσ(σ)ασθαι, νοσφισθῆναι (Od.), fut. νοσφίσ(σ)ομαι (A. R.), also act. νοσφίζω (h. Cer., Pi.), rarely w. prefix, esp. ἀπο-, `turn off, remove (oneself)', act. `turn off, remove'; νόσφισμα n. `embezzlement' (pap.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology. After Curtius (with Pauli) to νῶτον `back' (s.v.); agreeing Schulze KZ 29, 263 n. 1 (= Kl. Schr. 375 n. 2) and Schwyzer 362, who posits orig. *νοτ-σ-φι. Persson IF 2, 204 compares Lith. nuõ `away from', Latv. nùo, which must probably be explained diff., s. Fraenkel s.v., also WP. 1, 59 and Pok. 40.
Page in Frisk: 2,

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νόσφι — και, πριν από φωνήεν, νόσφιν (Α) επίρρ. (ποιητ. τ.) (συν. στον Ομ. και στον Αισχύλ.) 1. (ως τοπ.) μακριά, απομακρυσμένα 2. (ως τροπ.) κατ ιδίαν, παράμερα, κρυφά 3. (σχετικά με πρόσ., αντικείμενα, καταστάσεις ή και ψυχική διάθεση) μακριά από… …   Dictionary of Greek

  • νόσφι — indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόσφ' — νόσφι , νόσφι indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόσφιν — νόσφι indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απονόσφι — ἀπονόσφι(ν) (τοπ. επίρρ.) (Α) μακριά από, χωριστά («φίλων ἀπονόσφι όλέσθαι, Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + επίρρ. νόσφι «μακριά, χωρίς»] …   Dictionary of Greek

  • νοσφίδιος — νοσφίδιος, ία, ον (Α) 1. απομακρυσμένος, μακρινός 2. κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + κατάλ. ίδιος (πρβλ. οπισθίδιος: όπισθεν)] …   Dictionary of Greek

  • νοσφίζομαι — (Α νοσφίζομαι και σπάν. νοσφίζω) [νόσφι] ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι παράνομα, σφετερίζομαι αρχ. 1. κλέβω, αρπάζω («σφ ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται», Ευρ.) 2. αποστερώ 3. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ («παῑδά τ ἐμὴν νοσφισσαμένη, θάλαμόν τε πόσιν… …   Dictionary of Greek

  • νοσφιδόν — (Μ) επίρρ. κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. αναφαν δόν, σχε δόν)] …   Dictionary of Greek

  • ουρανόφι(ν) — οὐρανόφι(ν) (Α) επίρρ. στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + επιρρμ. κατάλ. φι (πρβλ. νόσφι, πάμφι)] …   Dictionary of Greek

  • υπονόσφιος — ον, Α κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νόσφιος (< επίρρ. νόσφι «μακριά, κρυφά»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”